Ο Ησαΐας (το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ηλίας) γεννήθηκε στη Δεσφίνα το 1778 και πατέρας του ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ο ιερέας Ευστάθιος Παπαευσταθίου και μητέρα του η Αρχόντω. Το 1797 μπαίνει στη Μονή Τιμίου Προδρόμου Δεσφίνας, όπου έρχεται σε πρώτη επαφή με τα Ελληνορθόδοξα ιδεώδη· κατόπιν μεταβαίνει στο Μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Λίγο αργότερα ο Αλή Πασάς, είτε λόγω της παλιάς του υποχρέωσης προς τον πατέρα του είτε για δικούς του λόγους, προσκαλεί τον Ησαΐα στα Γιάννενα και φροντίζει για τη μόρφωσή του.

Ο ρόλος του στην Ελληνική  Επανάσταση

Ακολουθεί ταξίδι του Ησαΐα στην Κωνσταντινούπολη και γνωριμία του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος έμεινε εντυπωσιασμένος από την πνευματική κατάρτιση του νέου. Η επιστροφή του Ησαΐα στον τόπο του κατέδειξε και την αγάπη που έτρεφαν οι απλοί άνθρωποι γι’ αυτόν. Έτσι όταν χήρεψε η θέση του Επισκόπου Σαλώνων, χειροτονείται από τον Πατριάρχη Επίσκοπος της ιδιαίτερης πατρίδας του (1818). Την ίδια χρονιά μυήθηκε και στη Φιλική Εταιρία και άρχισε να δραστηριοποιείται για το μεγάλο ιδανικό του Γένους, την Ελευθερία, συγκεντρώνοντας χρήματα και όπλα.

Στις αρχές του 1821, κατόπιν επικοινωνίας με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, έρχεται σε συνεννόηση με τους Μητροπολίτες Ναυπλίου Γρηγόριο, Τριπόλεως Δανιήλ, Ταλαντίου (Αταλάντης) Νεόφυτο, Αθηνών Διονύσιο και Παλαιών Πατρών Γερμανό, ενημερώνοντάς τους για την ημερομηνία της Επανάστασης.

Στις 11 Μαρτίου 1821 μεταβαίνει με πλοιάριο στην παραλία της Αντίκυρας κι από κει στον Όσιο Λουκά, για να συναντήσει τον Αθανάσιο Διάκο, ώστε να προετοιμάσουν από κοινού την εξέγερση στη Βοιωτία. Επιστρέφει κατόπιν στην Άμφισσα και αρχίζει νέο κύκλο επαφών με τους Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Κομνά Τράκα, Σκαλτσοδήμο και τους Γαλαξειδιώτες καπεταναίους, για να προετοιμάσει την Επανάσταση στη Φωκίδα.

Στις 23 Μαρτίου 1821 άναψε μια μεγάλη φωτιά (φρυκτωρία) στη θέση “Προφήτης Δανιήλ” της Δεσφίνας για να ειδοποιηθεί απέναντι η Πελοπόννησος ότι η Ρούμελη είναι έτοιμη για τον αγώνα και 4 μέρες αργότερα, στον Όσιο Λουκά, κηρύσσει επίσημα την έναρξη της Επανάστασης στη Ρούμελη.΄

Έκτοτε δεν επέστρεψε στην έδρα του στην Άμφισσα, αλλά συμμετέχει στη σύσκεψη των οπλαρχηγών στο χωριό Κομποτάδες, λίγο έξω από τη Λαμία, σχετικά με το πώς θ’ αντιμετωπιζόταν η στρατιά του Κιοσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη, που κατέβαινε νότια για να καταπνίξει την Επανάσταση. Λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Απριλίου 1821, πολεμά στην Αλαμάνα δίπλα στον Αθανάσιο Διάκο και βρίσκει τραγικό θάνατο.

Ο θάνατός του

Ο Λυκειάρχης Δημήτριος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ασχολήθηκε με το βίο του Ησαΐα, παραδίδει δύο εκδοχές για το θάνατό του:

Η πρώτη εκδοχή λέει: “ ο έφορος του στρατού Μαρκόπης φορτώθηκε το Δεσπότη στην πλάτη του, για να τον βοηθήσει στην ανηφοριά, κατά την υποχώρηση των Ελλήνων. Ο Δεσπότης όμως, λέγοντας στο Μαρκόπη ‘όχι παιδί μου καλό, σώσον τον εαυτόν σου ως χρησιμότερον’, κατέβηκε. Σε λίγο ένα καβαλάρης, Κελεπούρης, του άφησε το άλογό του για να προλάβει ο Ησαΐας να φύγει, μα δεν πρόλαβε να καβαλικέψει και τον αποκεφάλισαν οι Τούρκοι· μα πρόλαβε να πει: ‘Παναγία μου, σώσον τουλάχιστον την πατρίδα’. Υπάρχει, περνώντας από τον παλιό δρόμο του Μπράλλου, η Δεσποτόβρυση, εκεί ακριβώς όπου η κοινότητα Δεσφίνας έστησε στα 1916 Μνημείο στα δύο αδέλφια Ησαΐα και Παπαγιάννη”.

Η δεύτερη εκδοχή βασίζεται σε μαρτυρία του αγωνιστή Χαλάτση Θανάση, που είναι η ακόλουθη: “Ένα απομεσήμερο είδαμε μια μαυρίλα να βγαίνει από το Ζητούνι (Λαμία) και να τραβάει προς το Πατρατζίκι (Υπάτη) και σύγνεφο κουρνιαχτού. Έφτασαν και στρατουλάτες (οδοιπόροι) και είπαν ότι ο Ομέρ Βρυώνης τράβαγε για το Πατρατζίκι κι ότι κοντά θα πήγαινε κι ο άλλος Τούρκος πασάς. Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς ξεσηκώθηκαν να φύγουν όλα τ’ ασκέρια προς εκείνο το μέρος. Ο Δεσπότης όμως κι ο γερο-Σεγδίτσας, κι ο Διάκος, επέμεναν πως αυτό είναι τερτίπι των Τούρκων κι ότι αυτοί θα τράβαγαν για τα Σάλωνα από το συντομότερο δρόμο, που είχε και ζωοτροφές. Γι’ αυτό διαφώνησαν και δεν ακολούθησαν το Δυοβουνιώτη και τον Πανουργιά.
Κατεβήκαμε τη νύχτα και μοιραστήκαμε τα πόστα κοντά στο ‘σουριά’ και στο μικρό ποτάμι, που αντάμωνε παραπάνω, την Αλαμάνα. Απάνω στο γιοφύρι πιάσανε οι Γαλαξιδιώτες, δεξότερα οι Δεσφινιώτες, δεξότερα οι Σαλωνίτες… Οι Τούρκοι πράγματι τη νύχτα άλλαξαν δρόμο και τράβηξαν, όπως είχε προβλέψει ο Δεσπότης…

Οι Τούρκοι είχαν καλύψει την καβαλαρία τους στα κοντινά καμποχώρια και μόλις είδαν τους δικούς μας να ξανοίγονται στον κάμπο για πλιάτσικο, τους ρίχτηκαν με την καβαλαρία τους και τους έπαιρναν τα κεφάλια σαν τραγιά. Ο Δεσπότης μόλις είδε το κακό των δικών μας και το τερτίπι το τούρκικο, ρίχτηκε με τους λίγους που του είχαν μείνει για να πιάσει ταμπούρια κοντά στο ποτάμι. Η τούρκικη καβαλαρία τού ‘κανε απανωτά γιουρούσια για να του πάρει τα ταμπούρια, αλλά ο Δεσπότης Ησαΐας κράταγε καλά… Βρήκαμε το Δεσπότη σκοτωμένο μαζί μ’ έναν άλλο παπά (πιθανώς τον αδελφό του Παπαγιάννη). Τότε ο γερο-Σεγδίτσας διέταξε να πάρουν το κεφάλι του Δεσπότη· πρώτος σήκωσε το γιαταγάνι ο Φλώρος, αλλ’ ένα τούρκικο βόλι τον βρήκε και τον σκότωσε· ύστερα τράβηξε ο πατέρας του γιαταγάνι, αλλ’ ένα τούρκικο βόλι τον τσάκισε στο μπούτι. Ύστερ’ από τούτο ο γερο- Σεγδίτσας φώναξε: ‘δε θέλει ωρέ ο Δεσπότης να του πάρτε το κεφάλι, πάρτε μονάχα το σταυρό του’…”

Η υπογραφή του Ησαΐα