Στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς αλλά και μετά την απελευθέρωση, οι κάτοικοι της Δεσφίνας κράτησαν τις παραδόσεις και τα έθιμα και χόρεψαν στους ρυθμούς του τσάμικου, του συρτού και του καγκελιού με τους ήχους του βιολιού, της πίπιζας, του λαούτου και του νταουλιού φορώντας την τοπική παραδοσιακή φορεσιά ,πανέμορφη και γνωστή ως τις μέρες μας σαν μια από τις ωραιότερες παραδοσιακές φορεσιές.

Η επίσημη ανδρική φορεσιά, περιλάμβανε την φουστανέλα. Ραμμένη στους ραφτάδες από βαμβακερό λευκό υφαντό -χασές, στην τοπική διάλεκτο- 18-24 πήχεων, περνούσε με το πρώτο πλύσιμο την διαδικασία της γαλαζούρας -λουλάκι- για να πάρει το αγαπημένο γαλάζιο χρώμα των Δεσφινιωτών. Η λεριάρα δηλαδή η φουστανέλλα αποτελούνταν από δύο κομμάτια 250 περίπου αλλεπάλληλων πτυχών το καθένα και ενώνονται στο πλάϊ με κουμπιά.

Το πουκάμισο που γινόταν από λευκό χασέ με χαρακτηριστικό γνώρισμα τις πιέτες που κοσμούσαν το μπροστινό τμήμα, μικρό γιακά που κατέληγε σε μύτη και μανίκια που κατέληγαν στον καρπό είτε με κουμπιά, είτε ελεύθερα. Το μανίκι κατέληγε είτε κλειστό με κουμπί στο ύψος του καρπού, είτε αφήνονταν ελέυθερο και μακρύ. Ο γιακάς ήταν μικρός και κατέληγε συνήθως σε μύτη.

Το γιλέκο ή φέρμελη μπορντώ βελούδο ή και από μαύρη τσόχα ή μαύρη σεγκούνα ήταν κεντημένο στο χέρι από μαύρη κλωστή και έκλεινε μπροστά με χειροποίητες θηλιές. Διακοσμούνταν δε πάντα με ασημένια αλυσίδα ενώ τα διακοσμητικά μανίκια αν υπήρχαν ήταν ραμμένα στο πίσω μέρος στο ύψος των ώμων.

Οι κάλτσες ποδεσιά από το ίδιο ύφασμα των σεγκουνιών μάλλινο, μπεζ χρώματος, κάλυπταν όλο το πόδι εκτός την πατούσα και κρεμούσαν κάτω από το ύψος του γόνατου μαύρα γονατάρια, κατασκευασμένα από λάστιχο και κορδόνι μαύρο, που κατέληγε σε φούντα στο πίσω μέρος του ποδιού οι λεγόμενες καλτσοδέτες.

Το ντύσιμο του ποδιού, ολοκληρώνεται με το τσαρούχι. Tα τσαρούχια ήταν φτιαγμένα από δέρμα βοδιού ή γαϊδάρου ειδικά επεξεργασμένα και πλουμισμένα με πούλιες. Για να τρίζουν στο περπάτημα, έβαζαν θειάφι στις σόλες ενώ οι σόλες ήταν γεμάτες καρφιά. Στην αρχή είχαν κόκκινο χρώμα ή κίτρινο αφού τους έδιναν την άδεια οι Τούρκοι. Αργότερα αντικαταστάθηκαν με το μαύρο χρώμα. Το δέσιμο της φορεσιάς ολοκληρώνεται με το στενό ζωνάρι (ζωνάρ) με άσπρες και μπλε γραμμές.

Η σκούφια της κεφαλής ήταν από μαύρο μάλλινο ύφασμα την λεγόμενη σεγκούνα με κέντημα στο γείσο ή μπορνώ τσόχα με φούντα(φέσι).

 Περισσότερο πλούσια και πολύπλοκη παρουσιάζεται η γυναικεία φορεσιά της ορεινής Δεσφίνας που κατατάσσεται που κατατάσσεται στις χωρικές με σεγκούνι που η μορφή της συγγενεύει μ΄ αυτές της Βοιωτίας, Εύβοιας, Φθιώτιδας, Αττικής και Κορινθίας. Τα λεγόμενα λοιπόν Σεγκούνια . 

Η Γυναικεία Παραδοσιακή Φορεσιά Δεσφίνας αποτελείται από:

 Το μισοφόρι , πυρκαλοχασές, λευκό βαμβακερό ήταν φούστα συνήθως. Από πάνω φορούσαν φόρεμα με μανίκια από το ίδιο ύφασμα. Το κάτω μέρος κατέληγε σε δαντέλα ή κοφτό σχέδιο και τα μανίκια στο ύψος του καρπού, σε δαντέλλα(ταμτέλλα τοπικά) ή κοφτό φεστόνι. Το στήθος ήταν κι αυτό στολισμένο με δαντέλλα και έκλεινε στο λαιμό με καρφίτσα.

  Το εξωτερικό φόρεμα λεγόταν πουκάμικο και ήταν από διαφανές μεταξωτό ή μεταξωτό γουγιωτό χρώματος μπεζ με λαιμόκοψη, στο ίδιο μήκος με το μισοφόρι. Το μανίκι που ήταν λίγο φαρδύ κατέληγε σε γαζί ενώ το τελείωμα του φουστανιού διακοσμούνταν από τρυπογάζι.

Το σιγκούνι ήταν από ειδικό χοντρό ύφασμα που λεγόταν σιγκούνα, υφαμένο στον αργαλειό σε χρώμα μπεζ, και ραμμένο στους ραφτάδες, αμάνικο, ανοιχτό στο στήθος και έδενε κάτω από αυτό με δύο κορδόνια, έχοντας και την λειτουργικότητα του στηθόδεσμου. Το πίσω μέρος ήταν πεταχτό με μύτες, και ήταν στολισμένο στις άκρες με συρίτια από κορδόνι  και πούλιες. Οι ίδιες έστριβαν τα κόκκινα και τα μαύρα μάλλινα γαϊτάνια. Στο ύψος της περιφέρειας υπάρχουν δυο τρύπες σαν τσέπες, για την υποδοχή του ζωναριού.
Απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν το χειρομάντηλο από λευκό ύφασμα, τοποθετημένο στην αριστερή εξωτερική πλευρά του σεγκουνιού πάνω από το στήθος ”Και ήταν τα σεγκούνια της Δεσφίνας πολύ εκφραστικά”.

Το ζωνάρι ή ζναρ΄ διακρίνεται σε δύο τύπους :

α)Της ελεύθερης ή της αρραβωνιασμένης ήταν από κόκκινη τσόχα ή από το ίδιο ύφασμα αυτό της ποδιάς, δηλαδή μπορντώ βελούδο.

β)Της παντρεμένης ήταν από μαύρο μάλλινο υφαντό με ψιλό άσπρο καρώ. Η τοποθέτηση του
ζωναριού γινόταν πάνω από το σεγκούνι στο ύψος της περιφέρειας και οι άκρες του καταλήγουν στις τρύπες -τσέπες- του όπως προαναφέραμε και στερεώνονται στο εσωτερικό του σεγκουνιού συνήθως με παραμάνα.

  •  Η ποδιά από μπορντώ βυσσινί βελούδο έδενε κάτω από το στήθος στο κλείσιμο του σεγκουνιού. Το κέντημα ανεβατό, πλακέ και ριζοβελονιά από χρυσή κλωστή ή χρωματιστή φλος και πούλιες. Το σχέδιο ήταν συνήθως κλάρες με λουλούδια, πουλιά, αγγελάκια και κάλυπτε το κάτω μέρος της ποδιάς και τα πλαϊνά.
  • Η ζώνη της ποδιάς που λεγόταν ποδιόσνο από βελούδο ίδιο χρώμα ή και άλλο κεντημένο, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Έδενε δε πίσω ή μπροστά ανάλογα με το μήκος του. Σημειώνουμε ότι όταν δενόταν μπροστά το ποδιόσνο, κατέληγε σε φούντες από χρυσή κλωστή.
  • Το κεφαλομάντηλο ήταν από άσπρη μπαμπακέλα, τετράγωνο, διπλωνόταν τρίγωνο και δενόταν στο πάνω μέρος του κεφαλιού με μια περασιά, και στερεωνόταν στο πίσω μέρος του. Χαρακτηριστικό του στολίδι ήταν τα κουμπουρέλια από μεταξοβάμπακο, περασμένα σε κλωστή και τοποθετούνταν στο σημείο που δενόταν το μαντήλι. Τα μαλλιά τους τα έπλεκαν σε δύο κοτσίδες που έφταναν συνήθως στον ποδόγυρο του σεγκουνιού. Το σύνολο ολοκληρώνεται με λευκές ή μπέζ βαμβακερές κάλτσες που αντικατέστησαν τις μάλλινες. Τον παλιό καιρό φορούσαν πλουμισμένα τσαρούχια,ενώ αργότερα παπούτσια, και ο χρωματισμός τους ήταν ανάλογος με την ηλικία τους.
  • Τα κοσμήματα ήταν προαιρετικά ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της κάθε μιας, Εκτός από την καρφίτσα που έκλεινε το μισοφόρι στο λαιμό φορούσαν αλυσίδες και σταυρούς .Το άνοιγμα του σεγκουνιού το κούμπωναν με τις συρματερές ή σκαλιστές ασημένιες πόρπες.

Η κατασκευή των υφασμάτων γινόταν από το μαλλί των προβάτων που υπάρχουν και σήμερα στην Δεσφίνα. Το βάψιμο γινόταν σε καζάνια όπου τοποθετούσαν τα νήματα με φυσικά χρώματα. Για καφέ χρησιμοποιούσαν καρύδι, για μπεζ βελανίδια, σπαρτο-λούλουδα για κίτρινο, λαπαθόριζα με λουλάκι για μπλέ, κρεμμύδια για το κρεμεζί, ρίζες χόρτων για το κόκκινο. Η ύφανση γινόταν σε αργαλειό, εργασία επίπονη και βαριά όπως διασώζεται σε δημοτικό τραγούδι. «..μα ο αργαλειός σκλαβιά σκλαβιά βαριά και πόνος». Σε όλη τη ζωή τους οι άνδρες δεν είχαν πολλές φορεσιές και θάβονταν με την τελευταία τους. Σε αντίθεση οι γυναικείες φορεσιές ήταν περισσότερες. Άλλη όταν ήταν νέα, άλλη για το γάμο, άλλη όταν γινόταν μάνα, άλλη όταν ήταν ενήλικη, άλλη σαν ηλικιωμένη. Το κορίτσι από τα 12 έως τα 17 ετοίμαζε τις φορεσιές που χρειαζόταν στη ζωή του ενώ στην τελευταία κατοικία φορούσαν την γεροντική. Σαν επίλογο θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι η ενασχόλησή μας με τις παραδοσιακές στολές, δεν είναι μια απλή καταγραφή με μουσειακό χαρακτήρα αλλά μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης που θα μας βοηθήσει να γνωρίσουμε καλύτερα τον χαρακτήρα του τόπου μας.